- εραστής
- amant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐραστής — lover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εραστής — ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) [έραμαι] 1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή 2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής τού θεάτρου» β. «εραστής τής μελέτης» γ. «εραστής τού Πλάτωνος») 3.… … Dictionary of Greek
εραστής — ο 1. αυτός που έχει ερωτικές σχέσεις με γυναίκα, ο αγαπητικός: Κάθε λίγο αλλάζει εραστές. 2. μτφ., αυτός που με πάθος αγαπάει κάτι, ασχολείται με κάτι: Εραστής της επιστήμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρασταῖν — ἐραστής lover masc gen/dat dual ἐραστός beloved fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασταῖς — ἐραστής lover masc dat pl ἐραστός beloved fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασταῖσιν — ἐραστής lover masc dat pl (epic ionic aeolic) ἐραστός beloved fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασταί — ἐραστής lover masc nom/voc pl ἐραστός beloved fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστοῦ — ἐραστής lover masc gen sg ἐραστός beloved masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστῆ — ἐραστής lover masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστῇ — ἐραστής lover masc dat sg (attic epic ionic) ἐραστός beloved fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστήν — ἐραστής lover masc acc sg (attic epic ionic) ἐραστός beloved fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)